πότασσα

πότασσα
ποτάσσα η калийная соль, поташ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πότασσα" в других словарях:

  • ποτάσσα — Bλ. λ. κάλιο …   Dictionary of Greek

  • τηκτίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι τηκτίτες (αστρον. πετρογρ.) ομάδες μικρών, φυσικών υαλωδών σωμάτων αβέβαιης προέλευσης, που απαντούν σε ορισμένες μόνο επιφάνειες τής Γης και τα οποία χαρακτηρίζονται από την χαμηλή περιεκτικότητά τους σε νερό, σε σόδα και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»